καταγγελίας

καταγγελίας
καταγγελίᾱς , καταγγελία
proclamation
fem acc pl
καταγγελίᾱς , καταγγελία
proclamation
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… …   Dictionary of Greek

  • Κόλντγουελ, Έρσκιν Πρέστον — (Erskineη Preston Caldwell, Γουάιτ Όουκ, Τζόρτζια 1903 – Αριζόνα 1987). Αμερικανός συγγραφέας. Βασικό θέμα στα έργα του αποτελούσαν η φτώχεια και η αμάθεια των αγροτών του Νότου και γενικότερα η τραγική ζωή των φτωχών λευκών της πολιτείας… …   Dictionary of Greek

  • Alexandros Svolos — (griechisch Αλέξανδρος Σβώλος; * 1892 in Kruševo, heute in Mazedonien; † 22. Februar 1956 in Athen) war ein griechischer Rechtswissenschaftler, Politiker und Ministerpräsident der Gegenregierung während der Besetzung Griechenlands durch die… …   Deutsch Wikipedia

  • Svolos — Alexandros Svolos (griechisch Αλέξανδρος Σβώλος; * 1892 in Kruševo, heute in Mazedonien; † 22. Februar 1956 in Athen) war ein griechischer Rechtswissenschaftler, Politiker und Ministerpräsident der Gegenregierung während der Besetzung… …   Deutsch Wikipedia

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • έγκλημα — Κάθε αδίκημα αντίθετο με τον νόμο, για το οποίο η πολιτεία προβλέπει την επιβολή ποινής. Η κοινή χρήση του όρου έ. είναι πολύ πιο περιορισμένη από τη νομική. Αναφέρεται, συνήθως, στις πολύ βαριές παραβάσεις των ηθικών αρχών ή των πολύ γνωστών… …   Dictionary of Greek

  • γράφω — (AM γράφω) 1. αποδίδω λέξεις με γράμματα τού αλφαβήτου 2. ζωγραφίζω 3. γράφω επιστολή 4. καταχωρίζω σε κατάλογο 5. εγγράφω, κατατάσσω σε σχολείο κ.λπ. νεοελλ. 1. ξέρω να γράφω 2. συγγράφω, δημοσιεύω 3. κληροδοτώ, μεταβιβάζω την κυριότητα ακινήτου …   Dictionary of Greek

  • δράμα — Όρος που υπό ευρεία έννοια αναφέρεται σε κάθε έργο που προορίζεται να παιχτεί στη σκηνή (τραγωδία, κωμωδία, φάρσα, θρησκευτική παράσταση κλπ.). Ο ορισμός αυτός, που έχει λόγια προέλευση και βασίζεται στην ετυμολογική σημασία του όρου,… …   Dictionary of Greek

  • παραγραφικός — ή, όν, Α [παραγραφή] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παραγραφή ή αυτός που γίνεται σύμφωνα με τον τύπο τής παραγραφής 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ παραγραφικόν ένσταση τού εναγομένου κατά τής καταγγελίας, παραγραφή. επίρρ... παραγραφικῶς Α με… …   Dictionary of Greek

  • προεπισκήπτομαι — Α υποβάλλω πρώτος επίσκηψιν*, αρχίζω πρώτος τη διαδικασία τής καταγγελίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐπισκήπτομαι «καταγγέλλω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”